νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού … Dictionary of Greek
μεγαπαρσέκ — το αστρον. μονάδα μέτρησης ουράνιων αποστάσεων, ίση με ένα εκατομμύριο παρσέκ … Dictionary of Greek
παράλλαξη — (Μαθημ.). Η γωνία που σχηματίζουν οι οπτικές κατευθύνσεις προς ένα ορισμένο αντικείμενο, όταν το παρατηρούμε από δύο διαφορετικά σημεία. Αν γνωρίζουμε την π. και την απόσταση μεταξύ των δύο σημείων παρατήρησης, είναι εύκολο να βρούμε την απόσταση … Dictionary of Greek
πολυδευκής — I Bλ. λ. Διόσκουροι. II (Αστρον.). Άστρο του αστερισμού των Διδύμων. Έχει οπτικό αστρικό μέγεθος 1,2 και είναι το λαμπρότερο του αστερισμού. Η λαμπρότητά του είναι 32 φορές μεγαλύτερη της ηλιακής. Απέχει από τον Ήλιο 11 παρσέκ. * * * ές, Α 1.… … Dictionary of Greek
πολυδεύκης — I Bλ. λ. Διόσκουροι. II (Αστρον.). Άστρο του αστερισμού των Διδύμων. Έχει οπτικό αστρικό μέγεθος 1,2 και είναι το λαμπρότερο του αστερισμού. Η λαμπρότητά του είναι 32 φορές μεγαλύτερη της ηλιακής. Απέχει από τον Ήλιο 11 παρσέκ. * * * ο, Ν 1. ως… … Dictionary of Greek
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek
αστρική πυκνότητα — Ο αριθμός των αστέρων που περιέχονται σε όγκο ενός κυβικού παρσέκ σε μια συγκεκριμένη θέση ενός αστρικού συστήματος. H α.π. ελαττώνεται όσο αυξάνεται η απόσταση από τον άξονα και το επίπεδο συμμετρίας του Γαλαξία … Dictionary of Greek
αστρονομική μονάδα — Μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των αποστάσεων στο πλανητικό μας σύστημα. Ισούται με το μήκος του μεγάλου ημιάξονα της τροχιάς της Γης (149,5 εκατ. χλμ.). Η χρησιμοποίησή της έγινε αναγκαία για να μπορούν να εκφραστούν με… … Dictionary of Greek
εξωβιολογία — Οι θεωρίες σχετικά με τα έμβια συστήματα που ενδεχομένως υπάρχουν σε άλλους πλανήτες ή στους δορυφόρους τους, στο ηλιακό σύστημα ή σε άλλα πλανητικά συστήματα άλλων αστέρων, τις μεθόδους ανίχνευσής τους και την πιθανή τους μελέτη. Σήμερα,… … Dictionary of Greek
ήτα Τρόπιδος — (Αστρον.). Απομακρυσμένος αστέρας στον αστερισμό της Τρόπιδος. Είναι ένας ανώμαλος μεταβλητός τύπου καινοφανή, με ιδιόρρυθμο φασματικό τύπο και με μεγάλες μεταβολές στο μέγεθος σε πολύ ακανόνιστες περιόδους. Από το 1835 έως το 1845 αποτελούσε τον … Dictionary of Greek